Πώς ήρθε;

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο πρόλογος αυτός γράφτηκε το 1977, κατόπιν πολλών αιτημάτων για μια σύντομη εισαγωγή στο Ένα Μάθημα στα Θαύματα. Τα πρώτα δύο μέρη – Πώς Ήρθε, Τι Είναι- τα έγραψε η ίδια η Έλεν Σούσμαν. Το τελευταίο μέρος –Τι Λέει- γράφτηκε με την διαδικασία της εσωτερικής υπαγόρευσης που περιγράφεται στον Πρόλογο.

 

Πώς Ήρθε

Το Ένα Μάθημα στα Θαύματα ξεκίνησε με την ξαφνική απόφαση δύο ανθρώπων να ενωθούν για ένα κοινό στόχο. Τα ονόματά τους ήταν Έλεν Σούσμαν και Γουίλιαμ Τέτφορντ, Καθηγητές της Ιατρικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, Κολέγιο Ιατρών και Χειρουργών, στην Νέα Υόρκη. Δεν έχει σημασία ποιοι ήταν, αλλά ότι η ιστορία δείχνει πως με τον Θεό όλα τα πράγματα είναι δυνατά. Ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από πνευματικά άτομα. Η μεταξύ τους σχέση ήταν δύσκολη και συχνά επώδυνη, και τους ενδιέφερε η προσωπική και επαγγελματική αποδοχή και αναγνώριση. Γενικά, είχαν επενδύσει σημαντικά στις αξίες του κόσμου. Οι ζωές τους ήταν ελάχιστα εναρμονισμένες μ’ αυτά που το Μάθημα διδάσκει. Η Έλεν, η οποία έλαβε το υλικό, περιγράφει τον εαυτό της:

Ψυχολόγος, εκπαιδευτικός, συντηρητικής αντίληψης και αθεΐστρια, εργαζόμουν σ’ ένα ανώτερο και γεμάτο γόητρο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Και μετά, κάτι συνέβη που πυροδότησε μια σειρά γεγονότων, τα οποία δεν θα μπορούσα ποτέ να προβλέψω. Ο επικεφαλής του τμήματός μου αναπάντεχα ανακοίνωσε ότι είχε κουραστεί από τα θυμωμένα και επιθετικά συναισθήματα που καθρέφτιζαν οι νοοτροπίες μας, και κατέληξε ότι «θα πρέπει να υπάρχει ένας άλλος τρόπος». Σαν να το ήξερα ήδη, συμφώνησα να τον βοηθήσω να τον βρει. Προφανώς αυτό το Μάθημα είναι ο άλλος τρόπος.

Παρότι η πρόθεσή τους ήταν σοβαρή, αντιμετώπισαν μεγάλη δυσκολία στο ξεκίνημα του κοινού τους εγχειρήματος. Αλλά είχαν δώσει στο Άγιο Πνεύμα την «μικρή προθυμία» η οποία, όπως το Μάθημα το ίδιο θα τόνιζε επανειλημμένα, είναι αρκετή για να μπορεί Εκείνος να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε κατάσταση για τους σκοπούς Του και να την εμποτίσει με την δύναμή Του.

Για να συνεχίσουμε την διήγηση της ίδιας της Έλεν:

Τρεις εκπληκτικοί μήνες προηγήθηκαν του γραψίματος, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Μπιλ πρότεινε να καταγράφω τα πολύ συμβολικά όνειρα και τις περιγραφές των παράξενων εικόνων που μου έρχονταν. Παρότι είχα εξοικειωθεί περισσότερο με το απροσδόκητο μέχρι τότε, εντούτοις εξεπλάγην πολύ όταν έγραψα: «Αυτό είναι ένα μάθημα στα θαύματα». Αυτή ήταν η εισαγωγή μου στην Φωνή. Δεν έκανε κανένα ήχο, αλλά φαινόταν να μου δίνει ένα είδος γρήγορης, εσωτερικής υπαγόρευσης, την οποία κατέγραφα σ’ ένα τετράδιο στενογραφίας. Το γράψιμο δεν ήταν ποτέ αυτόματο. Μπορούσε να διακοπεί οποτεδήποτε και αργότερα να συνεχιστεί εκ νέου. Με έκανε να νιώθω πολύ άβολα, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα σοβαρά να σταματήσω. Φαινόταν να είναι μια ιδιαίτερη αποστολή που κάπως, κάπου, είχα συμφωνήσει να ολοκληρώσω. Αντιπροσώπευε ένα αληθινά συνεργατικό εγχείρημα ανάμεσα στον Μπιλ και  εμένα, και μεγάλο μέρος της σημασίας του είμαι βέβαιη ότι έγκειται σ’ αυτό. Κατέγραφα ό,τι η Φωνή «έλεγε» και του το διάβαζα την επόμενη μέρα, και εκείνος το δακτυλογραφούσε καθώς το υπαγόρευα. Νομίζω ότι και εκείνος είχε την δική του ιδιαίτερη αποστολή, επίσης. Χωρίς την ενθάρρυνση και την υποστήριξή του δεν θα κατάφερνα ποτέ να εκπληρώσω την δική μου. Όλη η διαδικασία κράτησε περίπου επτά χρόνια. Πρώτα ήρθε το Κείμενο, μετά το Βιβλίο Εργασίας Μαθητών, και τέλος ήρθε το Εγχειρίδιο Δασκάλων. Μόνο ελάχιστες μικρές αλλαγές έχουν γίνει. Τίτλοι κεφαλαίων και υπότιτλοι προστέθηκαν στο Κείμενο και κάποιες πιο προσωπικές αναφορές που έγιναν στο ξεκίνημα απαλείφτηκαν . Κατά τα άλλα, το υλικό είναι ουσιαστικά αναλλοίωτο.

Τα ονόματα αυτών που εργάστηκαν για την καταγραφή του Μαθήματος δεν αναγράφονται στο εξώφυλλο γιατί το Μάθημα μπορεί και πρέπει να σταθεί από μόνο του. Δεν είναι ο προορισμός του να γίνει η βάση για άλλη μια αίρεση. Ο μόνος σκοπός του είναι να προσφέρει ένα τρόπο με τον οποίο κάποιοι άνθρωποι θα μπορέσουν να βρουν τον δικό τους Εσωτερικό Δάσκαλο.

 

Τι Είναι

Όπως υπονοεί ο τίτλος του, το Μάθημα έχει διαρθρωθεί εξ ολοκλήρου ως ένα εργαλείο διδασκαλίας. Αποτελείται από τρία βιβλία: το Κείμενο, το Βιβλίο Εργασίας Μαθητών και το Εγχειρίδιο Δασκάλων. Η σειρά με την οποία οι μαθητές επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τα βιβλία, και οι τρόποι με τους οποίους τα μελετούν, εξαρτώνται από τις ιδιαίτερες ανάγκες και προτιμήσεις τους.

Το πρόγραμμα μελέτης που το Μάθημα προτείνει έχει επιμελώς διαμορφωθεί και εξηγείται βήμα προς βήμα, και στο θεωρητικό και στο πρακτικό επίπεδο. Τονίζει περισσότερο την πρακτική εφαρμογή παρά την θεωρία, και την εμπειρία παρά την θεολογία. Συγκεκριμένα δηλώνει πως «μια συμπαντική θεολογία είναι αδύνατη, αλλά μια συμπαντική εμπειρία δεν είναι μόνο δυνατή, αλλά και απαραίτητη» (Εγχειρίδιο Δασκάλων). Παρότι Χριστιανικό κατά δήλωση, το Μάθημα πραγματεύεται συμπαντικά πνευματικά θέματα. Τονίζει ότι δεν είναι παρά μία μόνο εκδοχή της συμπαντικής διδακτέας ύλης. Υπάρχουν πολλές άλλες, και η παρούσα διαφοροποιείται από εκείνες μόνο ως προς την μορφή. Όλες οδηγούν στον Θεό τελικά.

Το Κείμενο είναι κατά κύριο λόγο θεωρητικό, και παραθέτει τις έννοιες πάνω στις οποίες το σύστημα σκέψης του Μαθήματος βασίζεται. Οι ιδέες του περιέχουν την βάση για τα μαθήματα του Βιβλίου Εργασίας. Χωρίς την πρακτική εφαρμογή που προσφέρει το Βιβλίο Εργασίας, το Κείμενο θα παρέμενε βασικά μια σειρά αφηρημένων αναφορών, οι οποίες δεν θα επαρκούσαν για να επιφέρουν την ανατροπή σκέψης, στην οποία στοχεύει το Μάθημα.

Το Βιβλίο Εργασίας περιλαμβάνει 365 μαθήματα, ένα για κάθε ημέρα του έτους. Δεν είναι όμως απαραίτητο να κάνει κάποιος τα μαθήματα μ’ αυτόν τον ρυθμό, και μπορεί να θελήσει να παραμείνει σε κάποιο μάθημα που ιδιαίτερα τον αφορά περισσότερο από μια ημέρα. Οι οδηγίες συνιστούν απλώς να μην επιχειρεί να κάνει κάποιος περισσότερο από ένα μάθημα την ημέρα. Η πρακτική φύση του Βιβλίου Εργασίας υπογραμμίζεται από την εισαγωγή του για τα μαθήματα, η οποία δίνει έμφαση στην εμπειρία μέσω της εφαρμογής παρά στην εκ των προτέρων δέσμευση σ’ ένα πνευματικό σκοπό:

Θα δυσκολευτείτε να πιστέψετε κάποιες από τις ιδέες που παρουσιάζει το Βιβλίο Εργασίας, και άλλες μπορεί να φανούν αρκετά εντυπωσιακές. Αυτό δεν έχει σημασία. Σας ζητείται απλώς να εφαρμόσετε τις ιδέες σύμφωνα με τις οδηγίες. Δεν σας ζητείται να τις κρίνετε καθόλου. Σας ζητείται μόνο να τις χρησιμοποιήσετε. Είναι η χρήση τους που θα τους δώσει νόημα για σας και που θα σας δείξει ότι είναι αληθινές.

Θυμηθείτε μόνο αυτό˙  δεν χρειάζεται να πιστέψετε τις ιδέες, δεν χρειάζεται να τις αποδεχθείτε, και ούτε καν χρειάζεται να τις καλοδεχτείτε. Για την ακρίβεια, σε κάποιες από αυτές μπορεί ν’ αντισταθείτε έντονα. Τίποτα απ’ αυτά δεν έχει σημασία, ούτε θα μειώσει την αποτελεσματικότητά τους. Όμως, μην επιτρέψετε στον εαυτό σας να κάνει εξαιρέσεις κατά την εφαρμογή των ιδεών που το βιβλίο εργασίας περιέχει, και όποιες κι αν είναι οι αντιδράσεις σας στις ιδέες, χρησιμοποιήστε τις. Τίποτα περισσότερο από αυτό δεν ζητείται (Βιβλίο Εργασίας).  

Τέλος, το Εγχειρίδιο Δασκάλων, που έχει γραφτεί υπό μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων, προσφέρει απαντήσεις σε κάποιες από τις πιο πιθανές ερωτήσεις που μπορεί να έχει ένας μαθητής. Περιέχει επίσης αποσαφηνίσεις κάποιων όρων που χρησιμοποιεί το Μάθημα, εξηγώντας τους μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο του Κειμένου.

Το Μάθημα δεν υπόσχεται καμιά τελείωση, ούτε τα μαθήματα του Βιβλίου Εργασίας έχουν στόχο να φέρουν την μάθηση του μαθητή σε ολοκλήρωση. Στο τέλος, ο αναγνώστης παραδίδεται στα χέρια του δικού του/της Εσωτερικού Δασκάλου, ο οποίος θα κατευθύνει όλη την μετέπειτα μάθηση όπως Αυτός θεωρεί κατάλληλο. Παρότι το Μάθημα είναι περιεκτικό, η αλήθεια δεν μπορεί να περιοριστεί σε καμιά πεπερασμένη μορφή, όπως καθαρά αναγνωρίζεται στην δήλωση που βρίσκεται στο τέλος του Βιβλίου Εργασίας: 

Αυτό το Μάθημα είναι ένα ξεκίνημα, όχι ένα τέλος… Δεν δίνονται άλλα ειδικά μαθήματα, γιατί δεν υπάρχει καμία περαιτέρω ανάγκη γι’ αυτά. Εφεξής, άκου μόνο την Φωνή για τον Θεό … Εκείνος θα κατευθύνει τις προσπάθειές σου, θα σου πει ακριβώς τι να κάνεις, πώς να κινήσεις τον νου σου και πότε να έρθεις σ’ Αυτόν σιωπηρά, ζητώντας την δική Του βέβαιη κατεύθυνση και τον δικό Του βέβαιο Λόγο (Βιβλίο Εργασίας).

 

Τι Λέει

Τίποτα πραγματικό δεν μπορεί ν’ απειληθεί.

Τίποτα μη-πραγματικό δεν υπάρχει.

Σ’ αυτό έγκειται η ειρήνη του Θεού.  

Έτσι ξεκινά το Ένα Μάθημα στα Θαύματα. Κάνει μια θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και στο μη-πραγματικό˙ ανάμεσα στην γνώση και στην αντίληψη. Η γνώση είναι αλήθεια, σύμφωνα μ’ ένα νόμο, τον νόμο της αγάπης ή του Θεού. Η αλήθεια είναι αναλλοίωτη, αιώνια και σταθερή. Μπορεί να μην αναγνωριστεί, αλλά δεν μπορεί να μεταβληθεί. Ισχύει για όλα όσα ο Θεός δημιούργησε, και μόνο ό,τι Αυτός δημιούργησε είναι πραγματικό. Είναι πέρα από την μάθηση γιατί είναι πέρα από τον χρόνο και την διαδικασία. Δεν έχει κανένα αντίθετο. καμιά αρχή και κανένα τέλος. Απλώς είναι.

Ο κόσμος της αντίληψης, από την άλλη πλευρά, είναι ο κόσμος του χρόνου, της αλλαγής, των ξεκινημάτων και των λήξεων. Βασίζεται στην ερμηνεία, όχι σε γεγονότα. Είναι ο κόσμος της γέννησης και του θανάτου, θεμελιωμένος στην πίστη στο έλλειμμα, στην απώλεια, στον διαχωρισμό και στον θάνατο. Τον μαθαίνεις και δεν είναι δοσμένος, είναι επιλεκτικός στις αντιληπτικές του εμφάσεις, ασταθής στην λειτουργία του και ανακριβής στις ερμηνείες του.

Από την γνώση και την αντίληψη αντιστοίχως, δύο διακριτά συστήματα σκέψης αναδύονται, τα οποία είναι αντίθετα από κάθε άποψη. Στο βασίλειο της γνώσης, δεν υπάρχουν σκέψεις άλλες από του Θεού, γιατί ο Θεός και η Δημιουργία Του έχουν ενιαία Βούληση. Ο κόσμος της αντίληψης, όμως, είναι φτιαγμένος από την πίστη στις αντίθετες και διαχωρισμένες βουλήσεις, στην αέναη σύγκρουση μεταξύ τους και με τον Θεό. Ό,τι βλέπει και ακούει η αντίληψη, φαίνεται να είναι πραγματικό γιατί επιτρέπει στην επίγνωση μόνο ό,τι συνάδει με τις επιθυμίες του αντιλαμβανόμενου. Αυτό καταλήγει σ’ ένα κόσμο ψευδαισθήσεων, ένα κόσμο που χρειάζεται συνεχή άμυνα ακριβώς επειδή δεν είναι πραγματικός.

Όταν έχεις εγκλωβιστεί στον κόσμο της αντίληψης, είσαι εγκλωβισμένος σ’ ένα όνειρο. Δεν μπορείς ν’ αποδράσεις χωρίς βοήθεια, γιατί όλα όσα σου δείχνουν οι αισθήσεις σου απλώς καταμαρτυρούν για την πραγματικότητα του ονείρου. Ο Θεός έχει δώσει την Απάντηση, την μόνη Οδό διαφυγής, τον αληθινό Βοηθό. Είναι η λειτουργία της Φωνής Του, του Αγίου Πνεύματός Του, να μεσολαβεί ανάμεσα στους δύο κόσμους. Μπορεί να το κάνει αυτό γιατί, ενώ από την μια Αυτός γνωρίζει την αλήθεια, από την άλλη Αυτός επίσης αναγνωρίζει τις ψευδαισθήσεις μας, χωρίς όμως να τις πιστεύει. Ο στόχος του Αγίου Πνεύματος είναι να μας βοηθήσει ν’ αποδράσουμε από τον κόσμο του ονείρου διδάσκοντάς μας πώς ν’ αντιστρέψουμε το σκεπτικό μας και να ξεμάθουμε τα λάθη μας. Η συγχώρεση είναι το μεγάλο μαθησιακό βοήθημα του Αγίου Πνεύματος για να επιτύχει αυτή την αντιστροφή σκέψης. Όμως, το Μάθημα έχει τον δικό του ορισμό για το τι είναι πραγματικά η συγχώρεση, ακριβώς όπως ορίζει και τον κόσμο με τον δικό του τρόπο.

Ο κόσμος που βλέπουμε απλώς καθρεφτίζει το δικό μας εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς – τις κυρίαρχες ιδέες, επιθυμίες και συναισθήματα μέσα στο νου μας. «Η προβολή φτιάχνει αντίληψη» (Κ-21.1). Πρώτα κοιτάμε μέσα, αποφασίζουμε το είδος του κόσμου που θέλουμε να δούμε και μετά προβάλλουμε αυτόν τον κόσμο έξω, κάνοντας τον την αλήθεια όπως εμείς την βλέπουμε. Τον κάνουμε αληθινό με τις ερμηνείες μας για το τι είναι αυτό που βλέπουμε. Εάν χρησιμοποιούμε την αντίληψη για να δικαιολογήσουμε τα δικά μας λάθη–τον θυμό μας, τις παρορμήσεις μας να επιτεθούμε, την έλλειψη αγάπης από μέρους μας με όποια μορφή αυτή μπορεί να πάρει– θα δούμε ένα κόσμο κακίας, καταστροφής, δόλου, φθόνου, και απελπισίας. Όλα αυτά πρέπει να μάθουμε να τα συγχωρούμε, όχι γιατί είμαστε «καλοί» και «φιλεύσπλαχνοι», αλλά γιατί αυτό που βλέπουμε δεν είναι αληθινό. Έχουμε παραμορφώσει τον κόσμο με τις στρεβλές μας άμυνες, και επομένως βλέπουμε αυτό που δεν υπάρχει εκεί. Καθώς μαθαίνουμε ν’ αναγνωρίζουμε τ’ αντιληπτικά μας λάθη, επίσης μαθαίνουμε να κοιτάμε πέρα απ’ αυτά ή «να συγχωρούμε». Την ίδια ώρα συγχωρούμε τους εαυτούς μας, κοιτώντας πέρα από τις στρεβλές ιδέες μας για τον εαυτό προς τον Εαυτό που ο Θεός δημιούργησε μέσα μας και ως εμάς.

Η αμαρτία ορίζεται ως «έλλειμμα αγάπης» (Κ-1.IV.3:1). Αφού η αγάπη είναι ό,τι υπάρχει, η αμαρτία στα μάτια του Αγίου Πνεύματος είναι ένα λάθος που πρέπει να διορθωθεί, και όχι ένα κακό που πρέπει να τιμωρηθεί. Η αίσθησή μας περί ανεπάρκειας, αδυναμίας και μη-ολοκλήρωσης πηγάζει από την σθεναρή επένδυση στην «αρχή της ελλειμματικότητας» που κυβερνά τον κόσμο των ψευδαισθήσεων. Από εκείνη την οπτική, αναζητούμε στους άλλους αυτό που νιώθουμε ότι ελλείπει σε μας. «Αγαπάμε» έναν άλλο προκειμένου ν’ αποκτήσουμε κάτι εμείς. Αυτό, για την ακρίβεια, είναι που εκλαμβάνεται ως αγάπη στον κόσμο των ονείρων. Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα μεγαλύτερο λάθος απ’ αυτό γιατί η αγάπη αδυνατεί να ζητήσει οτιδήποτε.

Μόνο οι νόες μπορούν πραγματικά να συνενωθούν, και αυτούς που ο Θεός συνένωσε κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να χωρίσει (Κ-17.III.7:3). Όμως είναι μόνο στο επίπεδο του Νου Χριστού που η αληθινή ένωση είναι δυνατή, και αυτή δεν χάθηκε ποτέ πραγματικά. Το «μικρό εγώ» επιδιώκει να τονώσει τον εαυτό του με εξωτερική αποδοχή, εξωτερικά αποκτήματα και εξωτερική «αγάπη». Ο Εαυτός τον Οποίο ο Θεός  δημιούργησε δεν χρειάζεται τίποτα. Είναι για πάντα ολοκληρωμένος, ασφαλής, αγαπημένος και αγαπών. Ζητά να μοιραστεί και όχι ν’ αποκτήσει˙ να προεκτείνει και όχι να προβάλλει. Αυτός δεν έχει ανάγκες και θέλει να συνενωθεί με άλλους μέσω της αμοιβαίας τους επίγνωσης αφθονίας.

Οι ειδικές σχέσεις του κόσμου είναι καταστροφικές, εγωϊστικές και παιδιάστικα εγωκεντρικές. Όμως, εάν δοθούν στο Άγιο Πνεύμα, αυτές οι σχέσεις μπορούν να γίνουν τα πιο ιερά πράγματα στην γη – τα θαύματα που δείχνουν τον δρόμο για την επιστροφή στον Παράδεισο. Ο κόσμος χρησιμοποιεί τις ειδικές  σχέσεις του ως ένα τελικό όπλο αποκλεισμού και ως κατάδειξη της διαχωριστικότητας. Το Άγιο Πνεύμα τις μεταμορφώνει σε τέλεια μαθήματα συγχώρεσης και αφύπνισης απ’ το όνειρο. Καθεμία είναι άλλη μια ευκαιρία για να επιτραπεί στις αντιλήψεις να θεραπευτούν και να διορθωθούν τα λάθη. Καθεμία είναι άλλη μια ευκαιρία να συγχωρεθεί ο εαυτός συγχωρώντας τον άλλο. Και καθεμία γίνεται μία ακόμα πρόσκληση προς το Άγιο Πνεύμα και την ενθύμηση του Θεού.

Η αντίληψη είναι μία λειτουργία του σώματος, και επομένως αντιπροσωπεύει ένα όριο στην επίγνωση. Η αντίληψη βλέπει μέσα από τα μάτια του σώματος και ακούει μέσα από τ’ αυτιά του σώματος. Αυτή κινεί τις περιορισμένες ανταποκρίσεις που κάνει το σώμα. Το σώμα φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να κινητοποιείται αφ’ εαυτού του και να είναι ανεξάρτητο, όμως στην πραγματικότητα ανταποκρίνεται μόνο στις προθέσεις του νου. Εάν ο νους θέλει να το χρησιμοποιήσει για να επιτεθεί μ’ οποιονδήποτε τρόπο, αυτό γίνεται λεία της αρρώστιας, της γήρανσης και της αποσύνθεσης. Αντίθετα, εάν ο νους δεχθεί τον σκοπό του Αγίου Πνεύματος γι’ αυτό, το ίδιο γίνεται ένας χρήσιμος τρόπος επικοινωνίας με άλλους, άτρωτο για όσο χρειάζεται, που ευγενικά αφήνεται στην άκρη όταν η χρήση του τελειώσει. Από μόνο του είναι ουδέτερο, όπως είναι τα πάντα στον κόσμο της αντίληψης. Το εάν θα χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του εγώ ή του Αγίου Πνεύματος εξαρτάται πλήρως από το τι θέλει ο νους.

Το αντίθετο του να βλέπεις με τα μάτια του σώματος είναι η όραση του Χριστού, η οποία καθρεφτίζει σθένος αντί για αδυναμία, ενότητα αντί για διαχωρισμό, και αγάπη αντί για φόβο. Το αντίθετο του ν’ ακούς με τ’ αυτιά του σώματος είναι η επικοινωνία μέσω της Φωνής για τον Θεό, του Αγίου Πνεύματος, που κατοικεί μέσα σε καθένα μας. Η Φωνή Του φαίνεται απόμακρη και δύσκολο ν’ ακουστεί επειδή το εγώ, που μιλά για τον μικρό, διαχωρισμένο εαυτό, φαίνεται να έχει πολύ πιο δυνατή φωνή. Αυτό είναι στην πραγματικότητα αντεστραμμένο. Το Άγιο Πνεύμα μιλά με αλάθητη διαύγεια και συγκλονιστικό αντίκτυπο. Όποιος δεν επιλέγει να ταυτιστεί με το σώμα, δεν θα μπορούσε να κωφεύσει στα μηνύματά Του για αποδέσμευση και ελπίδα, ούτε θα μπορούσε ν’ αποτύχει να δεχθεί με χαρά την όραση του Χριστού ανταλλάσσοντας την με την άθλια εικόνα του εαυτού του.

Η όραση του Χριστού είναι το δώρο του Αγίου Πνεύματος, η εναλλακτική του Θεού στην ψευδαίσθηση του διαχωρισμού και στην πίστη στην πραγματικότητα της αμαρτίας, της ενοχής και του θανάτου. Αυτή είναι η μία διόρθωση για όλα τα λάθη της αντίληψης˙ η συμφιλίωση των φαινομενικώς αντιθέτων πάνω στα οποία αυτός ο κόσμος στηρίζεται. Το ευγενές φως της δείχνει όλα τα πράγματα από μία άλλη οπτική, καθρεφτίζοντας το σύστημα σκέψης που αναδύεται από την γνώση και καθιστώντας την επιστροφή στον Θεό όχι μόνο δυνατή αλλά αναπόφευκτη. Αυτό που εκλαμβανόταν ως αδικίες που έγιναν σε κάποιον από κάποιον άλλο τώρα γίνεται κάλεσμα για βοήθεια και για ένωση. Η αμαρτία, η αρρώστεια και η επίθεση θωρούνται ως εσφαλμένες αντιλήψεις που ζητούν γιατρειά μέσω της ηπιότητας και της αγάπης. Οι άμυνες εγκαταλείπονται γιατί εκεί όπου δεν υπάρχει καμία επίθεση δεν υπάρχει καμία ανάγκη γι’ αυτές. Οι ανάγκες των αδελφών μας γίνονται δικές μας, γιατί αυτοί κάνουν το ταξίδι μαζί μας καθώς εμείς οδεύουμε προς τον Θεό. Χωρίς εμάς εκείνοι θα έχαναν τον δρόμο τους. Χωρίς αυτούς εμείς δεν θα βρίσκαμε ποτέ τον δικό μας.

Η συγχώρεση είναι άγνωστη στον Παράδεισο, όπου η ανάγκη γι’ αυτήν θα ήταν αδιανόητη. Όμως, σ’ αυτόν τον κόσμο, η συγχώρεση είναι μια απαραίτητη διόρθωση για όλα τα λάθη που έχουμε κάνει. Το δόσιμο της συγχώρεσης είναι ο μόνος τρόπος για να την λάβουμε εμείς, γιατί καθρεφτίζει τον νόμο του Παραδείσου ότι το να δίνεις και να λαμβάνεις είναι το ίδιο. Ο Παράδεισος είναι η φυσική κατάσταση όλων των Υιών του Θεού όπως Αυτός τους δημιούργησε. Τέτοια είναι η πραγματικότητά τους παντοτινά. Δεν έχει αλλάξει επειδή έχει λησμονηθεί.

Η συγχώρεση είναι το μέσο με το οποίο θα ενθυμηθούμε. Μέσω της συγχώρεσης το σκεπτικό του κόσμου αντιστρέφεται. Ο συγχωρεθείς κόσμος γίνεται η πύλη του Παραδείσου, γιατί μέσα από το έλεός του μπορούμε επιτέλους όλοι να συγχωρήσουμε τους εαυτούς μας. Μη έχοντας κανέναν φυλακισμένο για ενοχές, ελευθερωνόμαστε. Αναγνωρίζοντας τον Χριστό μέσα σ’ όλους τους αδελφούς μας, αναγνωρίζουμε την Παρουσία Του μέσα στον εαυτό μας. Ξεχνώντας όλες τις λανθασμένες μας αντιλήψεις και χωρίς τίποτα από το παρελθόν να μας κρατά πίσω, μπορούμε να ενθυμηθούμε τον Θεό. Πέρα απ’ αυτό, η μάθηση δεν μπορεί να πάει. Όταν είμαστε έτοιμοι, ο Ίδιος ο Θεός θα κάνει το τελικό βήμα για την επιστροφή μας σ’ Αυτόν.